Η Οδηγία 2003/96/ΕΚ «για τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας» θεσπίζει, μεταξύ άλλων, για τα ενεργειακά προϊόντα ελάχιστους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης που πρέπει να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη ώστε να διασφαλίζεται η ορθή λειτουργία της εσωτερικής ενιαίας αγοράς. Παρεκκλίσεις είναι δυνατές, αλλά πρέπει να επιτρέπονται ρητά από την ίδια την Οδηγία (άρθρο 6, στοιχείο γ’).
To 1996 το Συμβούλιο έδωσε έγκριση στην Ιταλία να εφαρμόσει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στη βενζίνη που καταναλίσκεται στην αυτόνομη περιφέρεια Friuli – Venezia Giulia. Αυτή η έγκριση είχε ως σκοπό να εξαλείψει την πρακτική των κατοίκων της εν λόγω περιφέρειας που εφοδιάζονται καύσιμα σε καλύτερη τιμή επισκεπτόμενοι με τα αυτοκίνητά τους τη γειτονική Σλοβενία. Σε κάθε περίπτωση αυτή είναι μία συνήθης, για τους ίδιους, πρακτική των κατοίκων παραμεθόριων περιοχών κρατών – μελών της Ε.Ε., καθώς επωφελούνται της διαφοράς της τιμής υπέρ τους και κυρίως των καυσίμων κίνησης, όπως π.χ. των κατοίκων των νομών της βόρειας Ελλάδας που γειτνιάζουν με τη Βουλγαρία, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι, επίσης, χώρα – μέλος της Ε.Ε. Τίθεται εκ των πραγμάτων ένα ζήτημα φορολογικού ανταγωνισμού, έστω μικρής έκτασης και έντασης.
Μετά την 31η Δεκεμβρίου 2006, οι κάτοικοι της εν λόγω ιταλικής περιφέρειας συνέχισαν να δικαιούνται μειωμένης τιμής «στα πρατήρια καυσίμων», βάσει ενός περιφερειακού νόμου του 2010. Σύμφωνα με το σύστημα επιδότησης που θεσπίστηκε από τον νόμο αυτόν, οι πρατηριούχοι χορηγούν έκπτωση στην τιμή των καυσίμων στους εν λόγω κατοίκους, ως τελικούς καταναλωτές. Στην συνέχεια, η περιφερειακή διοίκηση επιστρέφει στους πρατηριούχους τα ποσά που αντιστοιχούσαν στη μειωμένη τιμή των καυσίμων.
Η Επιτροπή άσκησε προσφυγή κατά της Ιταλίας ενώπιον του ΔΕΕ λόγω παράβασης των άρθρων 4 & 19 της Οδηγίας, όπως και του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι αυτή η ρύθμιση οδηγεί σε μη επιτρεπόμενη μείωση, υπό μορφή επιστροφής, των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τη βενζίνη και το πετρέλαιο κίνησης που πωλούνται στους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia. Κατά την Επιτροπή, πρόκειται για ευθεία παράβαση της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ για τη φορολογία της ενέργειας.
Η Ιταλία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης C-63/19 ενώπιον του ΔΕΕ, υποστήριξε ότι είναι αδύνατο να σχετίζεται αντικειμενικά η επίμαχη επιδότηση με την συνιστώσα «ειδικός φόρος κατανάλωσης» της τιμής των καυσίμων «στα πρατήρια καυσίμων», και ότι αυτή η επιδότηση σχετίζεται μάλλον με την συνιστώσα «κόστος παραγωγής» της τιμής αυτής, καθώς προορίζεται να εξισορροπήσει το κόστος σε μία ευρύτερη περιοχή, που χαρακτηρίζεται από την ανισορροπία στην τιμή των καυσίμων. Η επιδότηση στην τιμή των καυσίμων δεν σχετίζεται με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, αλλά εξυπηρετεί ευρύτερους σκοπούς εύρυθμης και δίκαιης λειτουργίας τοπικών αγορών και οικονομιών. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης άσκησε παρέμβαση υπέρ της Ιταλίας η Ισπανία, που αντιμετωπίζει παρόμοιο ζήτημα στις περιοχές της που γειτνιάζουν με την Πορτογαλία.
Mε την απόφασή του, της 14ης Ιανουαρίου 2021, το ΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή της Επιτροπής. Έκρινε ότι η μείωση στην τιμή των καυσίμων για τους κατοίκους της αυτόνομης περιφέρειας Friuli Venezia Giulia δεν οδηγεί, καθαυτή, σε παράβαση της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ για τη φορολογία της ενέργειας. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Ιταλία καθιέρωσε μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης, υπό τη μορφή επιστροφής του φόρου, μέρους ή όλου.
Κατά την άποψή μας, η συγκεκριμένη απόφαση του ΔΕΕ κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς τα κράτη – μέλη θα πρέπει να διατηρούν τη δυνατότητα χρήσης εθνικών νομοθετικών εργαλείων που θα αμβλύνουν φορολογικούς ανταγωνισμούς με περαιτέρω σημαντικές επιπτώσεις των τοπικών οικονομιών των παραμεθόριων περιφερειών τους. Η αντιμετώπιση του καθ’ αυτού φορολογικού ανταγωνισμού εντός της Ε.Ε., όπως και η άμβλυνσή του, είναι κατεξοχήν αρμοδιότητα και ευθύνη της ίδιας της Ε.Ε. και των οργάνων της. Μέχρι τότε δε νοείται να εμποδίζονται τα κράτη μέλη να αμβλύνουν για λογαριασμό τους τις επιπτώσεις από αυτόν τον φορολογικό ανταγωνισμό.